- οράριο
- το(λ. λατ.), διακριτικό άμφιο (ταινία) του διάκου, που αναδιπλώνεται στον αριστερό του ώμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οράριο(ν) — το (ΑΜ ὀράριον) βλ. ωράριο … Dictionary of Greek
ωράριο — (I) το, Ν 1. οι ώρες εργασίας μιας υπηρεσίας, ενός εργοστασίου, ενός εμπορικού ή άλλου καταστήματος («θερινό ωράριο») 2. ο πίνακας όπου αναγράφονται οι παραπάνω ώρες 3. (νομ.) ο αριθμός τών ωρών εργασίας, που επιτρέπεται να προσφέρει κάθε… … Dictionary of Greek